Σελίδες

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Ενα κίουι πριν το χάραμα ...



 Ήταν μια από αυτές της Παρασκευές που ξημερώνουν γιατί πρέπει να πλακωθείς με την γκόμενα σου ... φουουπ και σκύβεις την τελευταία στιγμή για να αποφύγεις το ραδιοκασετόφωνο που σκάει με φόρα και διαλύεται στον τοίχο από πίσω σου και υποπτεύεσαι ότι αυτή θέλει να σε σκοτώσει. Ο τοίχος δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί για τη ζημία στο σοβά αλλά είναι σαν να προσπαθεί να μιλήσει με τα  "μπαπα-μπαπα" που βαράνε οι διπλανοί "Σκάστε κοιμόμαστε".
Λίγα λεπτά αργότερα περπατούσα έξαλλος στη Μιχαήλ Βοδα που μου την έσπασε αμέσως η ερημία της και είπα να στρίψω πιο κάτω να βγω στις γραμμές του τραίνου να κάτσω σε καμία γέφυρα να με φυσήξει αέρας.
Λίγο πριν φτάσω στις γραμμές όμως, κάτι πηρέ το αυτί μου από τα αριστερά. Από εκεί ερχόταν μουσική μαζί με φωνές και ήχους από ποτήρια πράγμα παράξενο γιατί 3 τα ξημερώματα είναι πολύ νωρίς ή πολύ αργά να κάνεις σχεδόν οτιδήποτε που λένε. Αυτό το αξίωμα δεν άλλαξε ποτέ για τις περισσότερες περιοχές της Αθήνας.
Έτσι συνάντησα για πρώτη φορά το μαγαζί , σε ένα δρομάκι ξεχασμένο από το χίλια εννιακόσια γαμήσετα που έβγαζε στην Άγιου Μελέτιου
Έλειπε από το σκηνικό το παιδι από τις μαρμελάδες Σπιν-Σπαν και ένα σημαιάκι της 25ης Μάρτιου για να γίνει το στενό, εικόνα από το Αναγνωστικό της Δευτέρας δημοτικού ξέρω γω, όλο με παλιά σπίτια όχι πάνω από δυο ορόφους, τα περισσότερα  ακατοίκητα.
Ουσιαστικά  το μαγαζί δεν είχε ταμπέλα ούτε φωτα απέξω ενώ το όνομα του κυκλοφορούσε σχεδόν συνθηματικά μεταξύ των θαμώνων, από στόμα σε στόμα. Δεν είχε στάνταρ μέρες λειτουργιας.
Μια μεσόκοπη χοντρή κυρία με κότσο και ριχτή ζακέτα καθόταν στη γωνία διπλά στην εξώπορτα και έπλεκε με τις ώρες.. Μια πόρτα πιο μέσα, στο μακρόστενο δωμάτιο που κάποτε πρέπει να ήταν το σαλόνι του σπιτιού ήταν βαλμένα όπως μερικά τραπέζια σε απόσταση αναπνοής γύρω από ένα "πάλκο" φτιαγμένο από παλέτες. εργοστάσιου. Το ενάμισι περίπου μετρό που χώριζε το πάλκο από τα τραπέζια ήταν όλη και όλη η πιστά.  Στο κέντρο δυο ενωμένα τραπέζια μόνιμα ρεζερβέ από λαχαναγορητες με γιλέκα και λαχούρι γραβάτες που έπιναν ουίσκι με τους κουβάδες μαζί με κάτι παχουλούτσικες  γκόμενες  ντυμένες στα καλά τους να κάθονται πάντα από μέσα για να μη μπανίζουν τα μπούτια τους οι μπουζουξήδες που έπαιζαν σχεδόν από πάνω τους..
Οι υπόλοιποι θαμώνες παλιοί άνθρωποι.
Μουστάκια, μαλλιά πατημένα με λακ, οξυζενέ με τσιμπιδάκια, κραγιόν απλωμένο πάνω σε ρυτίδες, γκρι ποντικι σακάκια με   πουλόβερ "βε" λαιμοκοψη από Βερανζέρου από μέσα, πράσινες γραμμές τραβηγμένες με μολυβί αντί για φρύδια, κάμελ γυαλιστικο παπουτσιών, κάπνα, γυμνές κίτρινες λάμπες μπαγιονέτ για φωτισμό.
Κατρακύλα και γαλάζιο υδρόχρωμα στους τοίχους αλλά οτιδήποτε ήταν καλύτερο από το να καπνίζεις μονός σου πάνω σε μια γέφυρα ξημερώματα Παρασκευής, τσακωμένος με την γκόμενα σου.
Μπήκα λοιπόν σχεδόν ανακουφισμένος με την ξαφνική ανακάλυψη και ακούμπησα σε ένα ξύλινο πάγκο που είχαν αντί για μπαρ. Μετά από λίγο εμφανίστηκε ας πούμε ο μετρ, ένας τετράγωνος τύπος με μούσια και κοτσίδα και με ρώτησε τι θα πάρω. Έψαξα τις τσέπες μου και έβγαλα κάτι κατοστάρικα και κάτι κέρματα, όλα μαζί όχι παραπάνω από 500 δραχμές. Του τα έδειξα
- Τι παίρνω μ' αυτά ?
- Ποσά έχεις εκεί για φέρε εδω?
Του τα έδωσα όπως ήταν τσαλακωμένα, τα πηρέ, ούτε καν τα κοίταξε, έσκυψε τον έχασα από τον πάγκο. Μετά από λίγο σηκώθηκε πάλι και μου άφησε ένα μισογεμάτο μπουκάλι τζιν  διπλά μου και ένα ποτήρι.
Τον κοίταξα μάλλον καχύποπτα
- Αυτό ποσό χρεώνεται, δεν έχω άλλα ...
Σούφρωσε τη φάτσα του  σε στυλ "Έλα ρε φιλέ τώρα" . Πάτησε κάτι κουμπιά στην ταμιακή και μου άφησε μια απόδειξη
- Εντάξει πλήρωσες.
Ο τύπος είχε δίκιο. Η κίνηση του με το μπουκάλι ήταν από την αρχή άνετη  και του την είχα σπάσει κάπως.
- Αφού είσαι ήδη έτοιμος να πέσεις κάτω ρε μεγάλε, ποσό θα πιεις ακόμα? Άμα αντέχεις πιεστό όλο τι να σου πω.
Του είπα ευχαριστώ
- Παγάκια θες? με ρώτησε ενώ έβαζε καινούργια ποτά παραγγελία πάνω στο δίσκο του γκαρσονιού που περίμενε. Του έκανε πρώτα νόημα μετά του είπε με νόημα:

"Πες τους  να παίξουν το "Πριν το χάραμα" Το έχω ζητήσει και με έχουν γράψει στα παπαρια τους... "

 20 λεπτά μετά  η ορχήστρα όχι μόνο δεν είχε παίξει ακόμα το Πριν το Χάραμα  του μετρ, αλλά σιγά-σιγα και οι μουσικοί εξαφανιζονταν. Στην αρχη νομιζα οτι μου φανηκε κι'ομως ανα δυο περιπου τραγουδια σηκωνονταν ενας-ενας,  σαν να μη τρέχει τίποτα,  πριν καν να τελειώσει το τραγουδι και έβγαιναν από το δωμάτιο. Στο τέλος έμεινε ένα ακορντεόν να παίζει μόνο του αλλά όσο υπήρχε κάτι να ακούγεται οι θαμώνες δεν έδειχναν να νοιάζονται και πολύ. Συμφώνα με την ορολογία του μαγαζιού οι μουσικοί πήγαινα να "κουρδίσουν τα όργανα" σε ένα καμαράκι από πίσω. Σύντομα σε όλο το μαγαζί απλώθηκε μια μυρωδιά καμένης ρίγανης.

Όταν έφυγε και ο ακορντεονιστας για να "κουρδίσει" το ακορντεόν του και το πάλκο ερήμωσε εντελώς,  ανεβαίνει από το πουθενά ένας  με άσπρα μαλλιά, κομμάτια και στάθηκε μπροστά στο μικρόφωνο.
- Κύριες και κύριοι θα ήθελα να σας πω ένα ποίημα που έγραψα 16 χρονών όταν ο Εμφύλιος σπάραζε  τον τόπο. Το ποίημα ονομάζεται "ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ ... "

Το μαγαζί πάγωσε για πέντε έξι δευτερόλεπτα απότομα όσο ο μεθυσμένος ποιητής προσπαθούσε να τραυλίσει το ποίημα. Ένας από τους λαχαναγορητες γύρισε και κοίταξε τον μετρ και του έκανε νόημα με τα χεριά: σε στυλ: " Αυτός εκεί πάνω του μαγαζιού είναι? Τον ξέρεις ? "
Ο μετρ του απάντησε με ανεβασμένους ώμους και ένα μορφασμο σε στυλ " Ούτε ξέρω ποιος είναι ... "
Ακουστήκαν δυο τρεις σακατεμένες λέξεις ακόμα από το στόμα του ποιητή.
Μετά φυγαν κάτι ψωμιέρες, προς τον ασπρομάλλη μεθυσμένο,  κάτι παγάκια, κάτι "κατέβα ρε ποιητή Παπάρα ..." γέλια, σφυρίγματα .
Ξαναζωντάνεψε το μαγαζί.
Οι μουσικοί άφαντοι. ακόμα "κούρδιζαν"
- Ρε μεγάλε κάνε ένα κόπο και κάτσε λίγο στην άκρη να περάσει η κυρία., μου κάνει ξαφνικά ο μετρ.
Δεν κατάλαβα καλά αλλά σηκώθηκα από το σκαμπό μηχανικά.
Από μπροστά μου πέρασε κουτσαίνοντας η μεσόκοπη χοντρή κυρία με τον κότσο και τη ριχτή ζακέτα που έπλεκε ατέλειωτες ώρες διπλά στην πόρτα. Πρέπει να είχε πρόβλημα με τα αρθριτικά της γιατί πήγαινε πολύ σιγά. Οι θαμώνες σηκώνονταν για να μπορέσει να περάσει ενώ το πρόσωπο του μετρ γλύκανε  και πετάχτηκε έξω από τον πάγκο, την βοήθησε να ανέβει το πάλκο και να κάτσει στην καρέκλα. Πρέπει να ήταν η μανά του.
Το μαγαζί σώπασε απότομα πάλι και εκείνη άρχισε να τραγουδαει χωρίς μικρόφωνο με μια ψιλή  αρχέτυπη φωνή   τραγούδια που σου κατέβαζαν επί τόπου στο κεφάλι κάτι μονόφθαλμες σκιές ανθρώπων προφιλ με ρούχα του περασμένου αιώνα και μαχαίρια, σαράγια σκιές, με ένα φοίνικα σκιά απέξω, τραπέζια σκιές, καρέκλες σκιές, παζάρια σκιές, βιολιά σκιές, κυτταρικές μνήμες σκιές που προβάλλονταν σε ένα σεντόνι ωχρά, αλλά χωρίς τη  μιζέρια  του θεάτρου σκιών. Που και που μεταξύ ησυχίας και φωνής ξέφευγαν από το διπλανό καμαράκι κάτι χάχανα από τους μουσικούς που είχαν σταματήσει το κούρδισμα και είχαν νταγκλαρει, αλλά κανένας δεν γύριζε κεφάλι, ούτε φαινόταν να δίνει σημασία.
Θα χε περάσει καμία ώρα από τότε που πάτησα στο μαγαζί.
Οι μουσικοί πήραν ξανά τις θέσεις τους και όπως πέρναγαν από τον πάγκο ο μετρ τους έκανε υπενθύμιση: " Τι θα γίνει ρε σας είπα θέλω το "πριν το χάραμα  ... "
Ο πρώτος μπουζουξής του έκλεισε το μάτι, ο δεύτερος του είπε κάτι για ουίσκι.
Άρχισαν οι παραγγελίες, τα τσιφτετέλια, γλυκέ μου τύραννε και τέτοια για να χορέψουν οι λαχαναγορητες με τις παχουλές γυναίκες τους. Η ώρα πέρναγε, τα τραγούδια πέρναγαν πήγαινε να χαράξει και το "πριν το χάραμα " ακόμα να έρθει από τα μεγάφωνα.
 "Πριν το χάραμα φώναζε ο μετρ", "ναι " έκαναν νόημα διαβεβαίωσης οι μπουζουξήδες και μετά έπαιζαν κάτι άλλο.
- Φάε ρε κάτι μαλακές είπε ο μετρ και γυρισε σε έμενα. Πρέπει να μου ξέφυγε γέλιο.
Τους κοίταξε σοβαρός για δυο τρία δευτερόλεπτα και μετά εξαφανίζεται.
Ξαφνικά τα όργανα χαμήλωσαν απότομα. Βουβαμάρα στα μεγάφωνα. ο ήχος χάθηκε μέσα στις φωνές.
Ο μετρ είχε κατεβάσει τη μικροφωνική από τον Γενικό
Πήγε προς το πάλκο και άρχισε να χορεύει επιδεικτικά το "Πριν το Χάραμα" μπροστά στους μουσικούς. Eιχε βάλει τη μουσική απο cd ...

Τι παίζεται εδω μέσα ρε πουστη. Ποιος μου κάνει πλακά?

Ξύπνησα αγκαλιά με τη δίκια μου και ένα κεφάλι καζάνι. Κατάλαβε που ξύπνησα  και γύρισε το κεφάλι της να με φιλήσει και μαζί γύρισαν ξανά πίσω το ασύμμετρο καρέ κούρεμα της, τα μήλα του προσώπου της, η ακατανόητη λατρεία της για τους Ρεζιντεντς και το άλμπουμ Εσκιμο που πρέπει να αποδεχτείς στα πλαίσια ενός παράφορου έρωτα, οι μεταμεσονύκτιες προβολές του Ροκι Χοριρ πίκτερ σόου και η ζήλεια μου γιατί γούσταρε τον πρωταγωνιστή, το αποτύπωμα από το κραγιόν της πάνω στο φλιτζάνι με το μισό καφέ που μου άφηνε στην κουζίνα πριν να φύγει για τη δουλεία. Πήραμε καινούργιο ραδιοκασετόφωνο, ροκαμπιλι Σάββατα στο Στρέφη, μπιμποπ βροχερές Κυριακές στο Ορεβουαρ και εκείνη η νύχτα στο μαγαζί χωρίς όνομα ξεχάστηκε

Έτυχε να ξαναπεράσω ύστερα από καιρό.
Το μαγαζί με κάποιο τρόπο το είχαν μάθει και παραέξω. Είχε φωτεινή ταμπέλα στην εισοδο, οι τοίχοι είχαν ξαναβαφτεί. Ο πάγκος ήταν κανονικό μπαρ, οι παλέτες ήταν πια πάλκο με μοκέτα και λαμπάκια. Οι λαχαναγορητες έγιναν φοιτητές και φοιτήτριες, ηθοποιοί γνωστοί από την τηλεόραση, εναλλακτικοί εκδότες και αρραβωνιασμένοι  με τα σόγια τους., όλοι κοινωνοί της επανεκδιδομένης Ρεμπετολογιας, 
Θαμώνες "του Μάρκου".
 Η μεσόκοπη χοντρή κυρία δεν έπλεκε πια, αλλά στη μέση του προγράμματος εξακολουθούσε να κόβεται η μουσική και να τραγουδάκι ακαπελα.
Ήταν το κλου της βραδιάς. 
Κάπου εκεί στο ακαπελα πρέπει να ήταν, όταν ο γνωστός μετρ στάθηκε στο διπλανό τραπέζι να πάρει παραγγελία. Ο πελάτης από κάτω τον ρώτησε ευγενικά:
 -Μήπως θα γινόταν στα φρούτα να μη βάλετε κίουι?
 - Κιουι, τι κίουι? Του είπε ο μετρ με το γνώριμο ανέκφραστο ύφος.
- Ε, κιουι  ... του είπε πάλι ο πελάτης και έψαξε να βρει στα αλλα τραπέζια μια πιατέλα με φρούτα να του δείξει τα ακτινίδια.
Ο Μετρ σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε την πιατέλα ερευνητικά ...
Μισό χρόνο μετά το μαγαζί έκλεισε ξαφνικά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου